- Πείσει
- Πείσιςfem nom/voc/acc dual (attic epic)Πείσεϊ , Πείσιςfem dat sg (epic)Πείσιςfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πείσει — πάσχω have fut ind mid 2nd sg πείθω persuade aor subj act 3rd sg (epic) πείθω persuade fut ind mid 2nd sg πείθω persuade fut ind act 3rd sg πεῖσις affection fem nom/voc/acc dual (attic epic) πείσεϊ , πεῖσις affection fem dat sg (epic) πεῖσις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσει' — πείσειε , πείθω persuade aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 … Dictionary of Greek
Ανδοκίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αττικός αγγειοπλάστης (6ος αι. π.Χ.). Υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος της μεταβατικής φάσης από τον μελανόμορφο στον ερυθρόμορφο ρυθμό. Πιστεύεται μάλιστα πως ο ρυθμός αυτός διαμορφώθηκε στο εργαστήριό του. Στα αγγεία του… … Dictionary of Greek
Γκάντι, Μαχάτμα Μοχαντάς Κάραμτσαντ — (Mohandas Karamchand Gandhi, Πορμπαντάρ 1869 – Νέο Δελχί 1948). Ινδός πολιτικός. Έγινε γνωστός με το προσωνύμιο Μαχάτμα, που στα σανσκριτικά σημαίνει μεγάλη ψυχή. Αφού σπούδασε πρώτα νομικά στο Λονδίνο, εγκαταστάθηκε στη Νότια Αφρική, όπου… … Dictionary of Greek
Γουίλσον, Τόμας Γούντροου — (Thomas Woodrow Wilson, Βιρτζίνια 1856 – Ουάσινγκτον 1924). Αμερικανός πολιτικός, ο 28ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1912 20). Γιος πρεσβυτεριανού παπά, από το 1885 δίδαξε επί 25 χρόνια νομικά και πολιτικές επιστήμες σε πανεπιστήμια, κυρίως στο Πρίνστον,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek